- παρορφνιδωτός
- παρορφνῐδωτός, ή, όν,A with a black border,
χιτών Schwyzer 462
B40 (Tanagra, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιτών Schwyzer 462
B40 (Tanagra, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρορφνιδωτός — ή, όν Α (για χιτώνα) αυτός που έχει μαύρες παρυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρφνίς* ίδος» (< ὄρφνη «σκοτάδι») + κατάλ. ωτός] … Dictionary of Greek